- θηκίον
- θηκίον, τὸ (Α)μικρή θήκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. κοράσ-ιον, παιδ-ίον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θηκία — θηκίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηκίῳ — θηκίον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειστοθήκιο — το (μυκητ.) τύπος ασκοκαρπίου, χαρακτηριστικό τών πλεκτομυκήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cleistothecium < cleisto (πρβλ. κλειστός) + thecium (πρβλ. θηκίον < θήκη)] … Dictionary of Greek